Η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν (η δεύτερη εντός πενταμήνου ενώ ακόμα εκκρεμεί η ικανοποίηση ανάλογου αιτήματος του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη) δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία στην Αθήνα, αλλά σίγουρα διαψεύδει τις αυτάρεσκες ημεδαπές θεωρίες περί «απομόνωσης» του Τούρκου προέδρου από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ. Γιατί άλλο η οργή ΗΠΑ και Ευρώπης για τον αυταρχισμό Ερντογάν και τις σχέσεις του με τη Μόσχα και άλλο η σταθερή επιλογή τους για συγκράτηση της Τουρκίας στο στρατόπεδο της Δύσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον και από τη συγκεκριμένη συνάντηση (για την οποία, ασφαλώς, κανείς στην Αθήνα δεν διαθέτει ακόμη αξιόπιστη πληροφόρηση) έχουν οι αμερικανικές επισημάνσεις, των τελευταίων εβδομάδων, προς τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Το κύριο μήνυμα της Ουάσιγκτον προς την Αθήνα, όπως εκτενώς αναλύθηκε στις πρόσφατες συνομιλίες των υπουργών Εξωτερικών Ν. Δένδια και Αντ. Μπλίνκεν και κατά το γ’ γύρο του διμερούς Στρατηγικού Διαλόγου, είναι ότι πρέπει να συνεχιστούν, πάση θυσία, οι ελληνοτουρκικές επαφές σε όλα τα επίπεδα. Σε αντίθεση με τις απόψεις της απερχόμενης καγκελαρίου Αγκ. Μέρκελ και του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, το Στέητ Ντηπάρτμεντ δεν υιοθετεί την άποψη της Άγκυρας ότι έχει εξαντληθεί η ατζέντα των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδας-Τουρκίας και ότι θα πρέπει να εγκαινιαστεί διάλογος άλλης μορφής που -μοιραία- θα περιλαμβάνει και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η αμερικανική διπλωματία επιμένει μόνον στη διατήρηση των ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας Αθήνας-Άγκυρας, ελπίζοντας στην εξεύρεση ορισμένων «σημείων συμφωνίας» προσεχώς. Η ελληνική κυβέρνηση συμμερίζεται την ανάγκη διατήρησης ανοιχτών διαύλων, χωρίς να έχει την παραμικρή προσδοκία αλλαγής της πολιτικής Ερντογάν ή προοπτικής συμφωνίας στο ορατό μέλλον.
Αν και -όπως είναι αναμενόμενο- οι αρμόδιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν ανοίγουν όλα τα χαρτιά τους προς τους Έλληνες ομολόγους τους, έγκυρες πηγές αναφέρουν πως η Ουάσιγκτον προβλέπει ως «δύσκολους» τους επόμενους μήνες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η συνήθης ελληνική ανάλυση ότι ο κ. Ερντογάν θέλει να κάνει «εξαγωγή» των εσωτερικών προβλημάτων του είναι συχνά πολύ επιφανειακή, αφού η Άγκυρα έχει, ούτως ή άλλως, μόνιμη και διακομματική ατζέντα επεκτατισμού. Ωστόσο, στην τρέχουσα και στην προεκλογική περίοδο, ο Τούρκος πρόεδρος θα κάνει όντως τα πάντα για την εξασφάλιση των εθνικιστών ψηφοφόρων. Αυτή την εποχή, η αμερικανική πλευρά φαίνεται να μην κάνει απλώς ταυτόσημη ανάλυση, αλλά και να διαθέτει συγκεκριμένες πληροφορίες που τη θεμελιώνουν και επιβεβαιώνουν. Σύμφωνα με απολύτως διασταυρωμένες πληροφορίες, Αμερικανός διπλωμάτης, με μέγιστη πείρα στην Τουρκία, έχει κάνει λόγο ακόμα και για κάποια «παράτολμη κίνηση» του κ. Ερντογάν.
Οι ανησυχίες της Ουάσιγκτον συμβάλλουν στην πιστή τήρηση της πολιτικής της κατά της τουρκικής πρότασης για δύο κράτη στην Κύπρο. Δεν συμβαίνει πάντως το ίδιο για τη Λιβύη, η οποία είναι σημαντική για τα ελληνικά συμφέροντα λόγω άμεσης γειτνίασης και λόγω του μνημονίου θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία. Το Στέητ Ντηπάρτμεντ δίνει προτεραιότητα στην αποχώρηση των ξένων μισθοφόρων από τη Λιβύη (συμπεριλαμβανομένων των Σύρων ισλαμιστών μαχητών που πληρώνει η Άγκυρα), αλλά δεν επείγεται για την αποχώρηση των τουρκικών τακτικών στρατευμάτων, επειδή τα θεωρεί αντίβαρο προς την παρουσία της Ρωσίας. Κι όσο διατηρεί ισχυρά ερείσματα η Τουρκία στη Λιβύη, τόσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο (αν ακόμα υπάρχει) ακύρωσης του μνημονίου.
Παράλληλα, όσον αφορά τα μηνύματα των ΗΠΑ προς την Τουρκία, το θέμα της Ανατολικής Μεσογείου φέρεται πραγματικά να συζητήθηκε κατά τη συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν. Πέρα από τη σαφή ανακοίνωση του Λευκού Οίκου και τις (κατά κανόνα αναξιόπιστες) αντίθετες διαρροές της τουρκικής πλευράς, θα ήταν εντελώς αφύσικη η εξαίρεση του συγκεκριμένου θέματος που είναι μεγάλης σημασίας και για τις δύο πλευρές. Άλλωστε η Ανατολική Μεσόγειος συνδέεται και με τη θεματολογία του μηχανισμού διαλόγου ΗΠΑ-Τουρκίας -σε επίπεδο υπηρεσιακών στελεχών- που επεδίωκε, εδώ και μήνες, ο κ. Ερντογάν, αποφασίστηκε κατά την προηγούμενη συνάντηση (τον Ιούνιο) με τον κ. Μπάιντεν και ενεργοποιήθηκε το Σεπτέμβριο.
Η συγκρότηση του συγκεκριμένου μηχανισμού αποτελούσε ιδέα του έμπιστου διπλωματικού συμβούλου του προέδρου της Τουρκίας, του Ιμπ. Καλίν, ο οποίος και προχθές έκανε σχετικές δημόσιες αναφορές υπαινισσόμενος την ανάγκη αναβάθμισής του. Πρόκειται για απόδειξη συνέχισης της πολιτικής συγκράτησης της Τουρκίας στη Δύση παρά τη δυσχέρεια αμερικανικής συνεννόησης με τον κ. Ερντογάν και παρά την αυστηρή στάση του Λευκού Οίκου για τους S-400 και του Κογκρέσου για τα F-16.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 3 Νοεμβρίου 2021
ΠΗΓΗ: amynanet.gr