Η Τουρκία δεν είχε ποτέ ένα πλήρως φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς. Η χώρα, η οποία υπέστη τον αυταρχισμό των προσπαθειών εκσυγχρονισμού του κεμαλικού καθεστώτος, βιώνει τώρα μια διαφορετική μορφή εδραίωσης του αυταρχισμού υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης του AKP.
Η αυταρχική αυτή εδραίωση μπορεί να οριστεί ως ένα κρατικό σχέδιο που καθοδηγείται από την ελίτ με σκοπό να εξασφαλίσει τη δική της κυβερνητική θέση. Ενώ το πολιτικό καθεστώς στην Τουρκία σήμερα δεν είναι ακόμη απολύτως αυταρχικό, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε το 2018 τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλάζοντας το πολιτικό καθεστώς από ένα δυτικού τύπου κοινοβουλευτικό σύστημα σε μία προεδρική δημοκρατία ανατολίτικης κοπής. Οι αρχές που απειλούνται σήμερα είναι η ελευθερία των ΜΜΕ, οι μηχανισμοί ελέγχου και εξισορρόπησης και το κράτος δικαίου.
Η Τουρκία είναι ένα έθνος-κράτος που ιδρύθηκε από στρατιωτικούς αξιωματούχους και η πολιτική αυτονομία των Τουρκικών Ένοπλων Δυνάμεων συνέβαλε στη διάβρωση των δημοκρατικών διαδικασιών. Η κυβέρνηση του AKP αμφισβήτησε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική αυτονομία του στρατού, ξεκινώντας από τη διαδικασία εναρμόνισης που της επέβαλε η Ε.Ε. Ωστόσο, η εξομάλυνση των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων δεν θα ήταν από μόνη της επαρκής για τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος.
Η δημοκρατία στην Τουρκία παρεμποδίστηκε επίσης από τη νοοτροπία ορισμένων γραφειοκρατικών παραγόντων. Η κεμαλιστική γραφειοκρατική ολιγαρχία, με κίνητρο το κοσμικό όραμα των Ιακοβίνων για την κοινωνική και πολιτική τάξη, έπαιξε βασικό ρόλο στην αναστολή της πολιτικής δημοκρατίας και στην προώθηση των κρατικών και αυταρχικών πρακτικών. Το 1997, μια μυστική στρατιωτική προσπάθεια κατάφερε να στερήσει στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον πρωθυπουργό Νετσμετίν Ερμπακάν (πρώτο ισλαμιστή πρωθυπουργό της Τουρκίας και επικεφαλής μέντορας του Ερντογάν) την κοινοβουλευτική πλειοψηφία κι έτσι να την αναγκάσει να παραιτηθεί. Το 2008, το Συνταγματικό Δικαστήριο ξεκίνησε μια υπόθεση με σκοπό να κλείσει το AKP και να απαγορεύσει στα κορυφαία στελέχη του την πολιτική δραστηριότητα για πέντε χρόνια με την κατηγορία ότι παραβίασαν την αρχή της κοσμικότητας του συστήματος διακυβέρνησης.
Το «εικονικό πραξικόπημα» του 2007, στο οποίο ο στρατός δημοσίευσε στον ιστότοπό του απειλή, δηλώνοντας ότι θα αναληφθεί στρατιωτική δράση εναντίον της κυβέρνησης του Ερντογάν εάν αυτή επιμείνει στην υπονόμευση της συνταγματικής αρχής της κοσμικότητας, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως απόπειρα του κεμαλιστικού κρατικού μηχανισμού να αμφισβητήσει τη διαμόρφωση ισχύος που κυριαρχείται από το AKP. Αυτή η πρόκληση δεν πραγματοποιήθηκε μέσω δημοκρατικών μηχανισμών αλλά μέσω στρατιωτικής και δικαστικής παρέμβασης. Η σύγκρουση μεταξύ διορισμένων και εκλεγμένων ελίτ αποκάλυψε σε ποιό βαθμό ο κεμαλιστικός αυταρχισμός έχει υπονομεύσει τη δημοκρατία στην Τουρκία.
Το AKP λειτουργεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικοπολιτισμικό και οικονομικό πλαίσιο - κάτι που απέχει πολύ από την προώθηση ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Η κεμαλιστική κρατική ιδεολογία τάσονταν πάντοτε υπέρ του διαχωρισμού κράτους και θρησκείας, και έδιδε υπεροχή στις στρατιωτικές ελίτ. Αυτές οι βάσεις και το αυταρχικό Σύνταγμα του 1982, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εμβάθυνση της αυταρχικής πολιτικής στην Τουρκία.
Το AKP δεν μπόρεσε να αφαιρέσει αυτήν την αυταρχική δομή παρά τις εκδημοκρατιστικές του μεταρρυθμίσεις όπως τα ευρύτερα δικαιώματα στην μειονότητα των Αλεβιτών, την δημοκρατική πρωτοβουλία γνωστή ως κουρδικό άνοιγμα, την άρση της απαγόρευσης της μαντίλας και την εξομάλυνση των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων. Αντίθετα: η Τουρκία κινείται σταθερά προς την αυταρχική εδραίωση, ειδικά από το 2018.
Το AKP είχε ελάχιστο περιθώριο ελιγμών κατά τα πρώτα χρόνια της ηγεσίας του. Μετά το δημοψήφισμα του 2010, το οποίο έδειξε η πλειοψηφία των Τούρκων να ευνοεί τις αλλαγές στο σύνταγμα ώστε να συμμορφωθεί η Τουρκία με τα πρότυπα της ΕΕ, το κόμμα άρχισε να κυριαρχεί στη διοίκηση και τους κρατικούς μηχανισμούς δημιουργώντας τον δικό του τρόπο άσκησης πολιτικής – μίας πολιτικής δηλ. που είναι βασικά αυταρχική στη φύση της και βασίζεται στον κανόνα ενός ατόμου. Σε αυτόν τον sui generis τύπο πολιτικής, οι αντίπαλοι και οι διαφορετικές φωνές θεωρούνται «προδότες» ή «τρομοκράτες».
Η Τουρκία έχει υποστεί σημαντική μεταμόρφωση μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Από τότε ξεκίνησε η άσκηση πολύ μεγάλης πίεσης στον ακαδημαϊκό χώρο, στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και στα μέσα ενημέρωσης. Το 2018, ο Ερντογάν μετέτρεψε επίσημα το κοινοβουλευτικό σύστημα της Τουρκίας σε ένα κεντρικό προεδρικό σύστημα. Το νέο καθεστώς ενδυναμώνει την αρχή του ενός ανδρός και οι πολιτικές έκτακτης ανάγκης που έχει θεσπίσει ανοίγουν το δρόμο για μια στροφή από τον κεμαλιστικό αυταρχισμό στην ισλαμιστική εδραίωση.
Η Τουρκία βρισκόταν πάντα σε ασταθές έδαφος όσον αφορά την εξάλειψη του αυταρχισμού. Μέρος του προβλήματος είναι οι τουρκικές εκλογές, οι οποίες θα έπρεπε αλλά δυστυχώς δεν διεξάγονται σε ένα ελεύθερο και δίκαιο περιβάλλον. Οι δημόσιοι πόροι θα έπρεπε να κατανέμονται δίκαια μεταξύ όλων των πολιτικών κομμάτων που ανταγωνίζονται στις εκλογές και η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης επίσης θα έπρεπε να κατανέμεται δίκαια μεταξύ όλων των υποψηφίων.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι η έλλειψη ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου 2020 που δημοσιεύθηκε από τους ρεπόρτερ χωρίς σύνορα, η Τουρκία είναι η 154η από τις 180 χώρες όσον αφορά την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα είναι η πολιτικοποίηση της τουρκικής δικαιοσύνης.
Η τουρκική δημοκρατία αποδυναμώνεται από μια αυταρχική εδραίωση που έχει σκοπό να εξασφαλίσει τη θέση της άρχουσας ελίτ. Η έλλειψη μιας ζωντανής κοινωνίας των πολιτών και οι απειλές για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή ελευθερία, το κράτος δικαίου και την ελευθερία του λόγου τροφοδοτούν αυτήν την επικίνδυνη εξέλιξη προς τον ισλαμιστικό αυταρχισμό.