Η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί να εξηγηθεί διαχρονικά μέσα από τις αντιφάσεις της. Με πολύ λίγες και λαμπρές εξαιρέσεις στην ιστορία της, η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να περιγραφεί ως το νεκροταφείο όλων των θεωριών. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ελλάδα τόσο σαν μεσαία δύναμη, όσο και σαν μικρή δύναμη δεν κάνει ποτέ όσα λένε οι αντίστοιχες θεωρίες που περιγράφουν το πώς πολιτεύονται τα κράτη που δεν ανήκουν στις κατηγορίες των υπερδυνάμεων και των μεγάλων δυνάμεων. Η ελληνική εξωτερική πολιτική εισήλθε μετά το 2010 σε μια ακόμη αντίφαση. Για πρώτη φορά οι ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν την ορθή οδό εξωτερικής εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής η οποία αποτελεί διαχρονικά εθνικό θέμα όταν αρκετοί που πλανεύτηκαν από τον κονστρουκτιβισμό, ήλθαν να τον εφαρμόσουν στην Ελλάδα γιατί πολύ απλά, ''έτσι γίνεται παντού''. Ενώ επιτέλους αντιληφθήκαμε πως τα ζητήματα της Ελλάδας λύνονται μέσα από τη γειτονιά της, και αφού μάλλον αποδεχτήκαμε ότι είμαστε ένα μεσογειακό κράτος του οποίου τα συμφέροντα και τα προβλήματα είναι εκεί, η Ελλάδα σύρθηκε σε έναν διάλογο με το βόρειο γειτονικό της κρατίδιο κάνοντας ό,τι μπορούσε για να μειώσει στο ελάχιστο, αυτό που ορίζει η στρατηγική ως ''αποτρεπτική φήμη''. Έμαθαν ότι ''διαπραγματευόμαστε'' οι γείτονές μας, οι οποίοι έχουν 25-30 φορές την ισχύ του βόρειου γειτονικού μας κρατιδίου. Τι λέτε, θα πάμε με τον ίδιον τρόπο να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία;
Αν την ψυχεδελική συμφωνία που ψήφισαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μετά χειροκροτημάτων στη Βουλή (την ώρα που ονόμαζαν ''ακροδεξιό όχλο'' όποιους έλεγαν πως η συμφωνία είναι νομικά αδιέξοδη, ασαφής και θα διογκώσει τα προβλήματα των δύο κρατών στο μέλλον) τη φέρουμε σαν φόρμουλα στα ελληνοτουρκικά, αυτή θα είναι και η μόνη ομοιότητα που θα έχουν οι Πρέσπες με τα ελληνοτουρκικά. Το περίκλειστο κρατίδιο, καταφέρνει (για όσους παρακολουθούν το θέμα) να εκμεταλλεύεται τις γεμάτες ασάφειες σελίδες που συνιστούν τη Συμφωνία των Πρεσπών, μια συμφωνία που ο πρώην πρωθυπουργός δεν κατάλαβε καθόλου το γιατί του στέρησε τη δεύτερη θητεία. Η Τουρκία δεν είναι σαν τον βόρειο γείτονά μας. Είναι μια πολύ σημαντική χώρα, απείρως ισχυρότερη και πάρα πολύ έμπειρη στο να διαχειρίζεται ασάφειες και ''γκρίζες ζώνες''. Τα ελληνοτουρκικά όπως είναι σήμερα η Τουρκία η οποία μετά τη δεκαετία του 1930 είναι η πιο επιθετική Τουρκία στην ιστορία της, θα πάρουν μια τροπή που θα ζημιώσει την Ελλάδα τόσο σε επίπεδο λύσεων με τη γειτονική χώρα, όσο και σε επίπεδο εσωτερικό καθώς η πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα που είναι αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, θα κλονιστεί συθέμελα.
Η Τουρκία από τον Ιούλιο του 2020 δημιούργησε τα τετελεσμένα που ήθελε. Το πιο σημαντικό τετελεσμένο, είναι ότι απέδειξε στη διεθνή κοινότητα ότι ''δεν ακούει κανέναν'' όταν πρόκειται για ζητήματα που θεωρούνται γι' αυτήν ζωτικά. Απέφυγε κυρώσεις από την ΕΕ και αν δεν οδηγήσουν οι Αμερικανοί την ΕΕ στο να υιοθετηθούν τα ίδια και τα αυτά αντίμετρα που επιβάλλει η Ουάσιγκτον στην Τουρκία, θα βλέπουμε εις το διηνεκές και τον κατά γενική ομολογία, άπειρο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Χαϊκο Μάας, να εξηγεί γιατί είναι ''στρατηγικό λάθος'' η ''τιμωρία'' της Τουρκίας λες και η Ελλάδα θα ήταν ικανοποιημένη με ''τιμωρία'', λες και μιλάμε για κάποιους ''καβγάδες'' σε πλατείες και όχι για σοβαρές διακρατικές σχέσεις που πλαισιώνονται από νόμους, θεσμούς και κανόνες. Το ίδιο θα μας υπενθυμίζουν και οι Ισπανοί και οι Ιταλοί, αλλά και οι Ούγγροι και άλλες πιο ''σιωπηλές'' χώρες οι οποίες παρόλο που είναι στην ευρωπαϊκή οικογένεια, θαυμάζουν τον Ερντογάν για τον αυταρχισμό του και για την αδιαλλαξία του. Ο Κύριος Τσαβούσογλου μας υπέδειξε ποια είναι η ιδανική συνθήκη για την Τουρκία. Να δείξει ότι είναι διαλλακτική (βλ. Κάλεσμα σε διάλογο από την πλευρά της) σε διμερές επίπεδο. Αυτό θα καθιστούσε την Ελλάδα πρόβλημα για την ΕΕ η οποία επιθυμεί να επιλύσει άρον-άρον με κάποιας μορφής πρόχειρη λύση τα ελληνοτουρκικά ώστε να μην είναι μέρος του ευρύτερου μεσογειακού ζητήματος. Από την άλλη πλευρά, για να οδηγήσει η Τουρκία σε αυτόν το διάλογο την Ελλάδα, έχει και ένα ακόμη πιο έξυπνο Plan B. Να είμαστε σίγουροι οτι οι σοβαροί διαπραγματευτές δίνουν αξία στη στρατηγική τους στόχευση, στον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί και η ''εναλλακτική πρόταση'' ορίζει πάντα την αξία της βασικής πρότασης.
Η Τουρκία εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι η ΕΕ έχει πρόχειρες λύσεις και όχι μόνο ''αργές αποφάσεις που προκύπτουν από συμβιβασμούς των κρατών-μελών''. Εκμεταλλεύεται προτάσεις και λύσεις σαν αυτή του Σαρλ Μισέλ για έναν πολυμερή διάλογο στη Μεσόγειο. Εκεί η Τουρκία θα προσπαθήσει να λύσει ''πακέτο'' το θέμα του Αιγαίου και του Κυπριακού. Με αυτό το τραπέζι διαπραγματεύσεων, η Τουρκία θα διεθνοποιήσει και εκείνη (νομιμοποιώντας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας) τις διεκδικήσεις της και τις συνεχείς παραβιάσεις της. Γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα θα αρνηθεί έναν τέτοιον διάλογο ο οποίος σίγουρα θα φέρει κόστος από την πλευρά της ΕΕ η οποία θα θεωρήσει αδιάλλακτη τη στάση Ελλάδας και Κύπρου, η Άγκυρα θα προτείνει άνευ όρων διμερή διάλογο με την Ελλάδα, δείχνοντας ότι η Ελλάδα δε θέλει ούτε πολυμερή, ούτε διμερή διάλογο. Και τελικά, τι θα κάνουμε;
Η χώρα μας πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί ότι η μη λύση ζητημάτων σε περιόδους που η ισχύς της δεν είναι επαρκής για να διεκδικήσει καλές και συμφέρουσες λύσεις σε θέματα που δεν είναι θέματα εμπορικών συναλλαγών (win-win situation) δεν είναι ''ενοχή''. Δεν είναι λάθος ο μη διάλογος σε ζητήματα που επινοεί η Τουρκία για να δορυφοριοποιήσει την Ελλάδα. Η Ρωσία ετοιμάζεται να δραστηριοποιηθεί εντός περιοχής του τουρκολιβυκού μνημονίου και η Ελλάδα έχει πάρα πολύ μεγάλη ευκαιρία να αναδείξει σε δυνάμεις της περιοχής αλλά και της Δύσης ότι η Τουρκία κινδυνεύει να γίνει αναθεωρητική δύναμη για την ίδια τη Δύση. Η χώρα μας πρέπει να περιμένει γιατλι η Τουρκία τρίζει εντός της. Ο πανικός της Τουρκίας εκφράζεται ανοικτά στο κοινοβούλιο μέσα από έντονες συζητήσεις για πραξικοπήματα και εκλογές. Η γειτονική χώρα έχει δεχτεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ και θα δεχτεί και άλλες, μέχρι να λάβουν τα ηνία του τουρκικού κράτους πολιτικές δυνάμεις οι οποίες δε θα στρατιωτικοποιούν την εξωτερική πολιτική και δε θα συνιστούν απειλή για τους πάντες και τα πάντα. Η γραμμή του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών είναι ορθή όταν επιμένει να λέει πως πρέπει η Τουρκία να αποδείξει ότιι επιθυμεί πραγματικό διάλογο. Είναι σίγουρο οτι η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει και το ''παράπονό'' της για τη μη έμπρακτη αλληλεγγύη της ΕΕ ώστε να καθορίσει τα ζητήματα τα οποία θα βρίσκονται στο διάλογο. Να είμαστε σίγουροι πως ό,τι μπει στις διερευνητικές, θα συνεχιστεί στο επόμενο στάδιο, που θα είναι οι διαπραγματεύσεις. Ο πολιτικός ρεαλισμός θα μας εκδικηθεί αν προικοδοτήσουμε τον Ερντογάν με μια διπλωματική νίκη στην περιοχή. Σύντομα θα ζητήσει ακόμη περισσότερα. Αυτό που είναι ζητούμενο αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα, είναι να μην ενωθούν οι κρίσεις που αντιμετωπίζει και έλθει σε αστάθεια. Είναι το υγειονομικό σκέλος της νόσου COVID-19, οι τεράστιες οικονομικές της επιπτώσεις που ακόμη δεν έχουν φανεί πλήρως και μια ήττα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με μια ''Συμφωνία Πρεσπών νο2''. Η αστάθεια της Ελλάδας θα είναι η τεράστια συνέπεια καθώς σταθερότητα και ανάπτυξη πάνε μαζί. Η διαφορά είναι ότι τα ελληνοτουρκικά, δεν είναι ''Σκοπιανό''. Εδώ δε θα αρκεί η ασάφεια ονομάτων και προσδιορισμών. Αν οι Πρέσπες είχαν μέσα λέξεις, εδώ υπάρχει έδαφος.
* Ο Αλέξανδρος Δρίβας είναι Research Fellow - Hellenic American Leadership Council, (HALC) Ph.D. Cand. (Hellenic-American Relations after the Cold War Era)
ΠΗΓΗ: liberal.gr