STRATEGO | 22/10/20
Προ ολίγων ημερών, οι 27 της Ε.Ε. βρέθηκαν στις Βρυξέλλες, συζητώντας μεταξύ άλλων τις συνέπειες της τουρκικής προκλητικότητας, με το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στην Άγκυρα για τις ακραίες της κινήσεις, να επανέρχεται στο τραπέζι των συζητήσεων μέσω Ελλάδος και Κύπρου.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, καθώς τόσο τα υψηλόβαθμα όργανα της Ένωσης, όσο και κυρίως η Γερμανία, σήκωσαν για μία ακόμα φορά ασπίδα προστασίας στην Τουρκία, «τρενάροντας» την όποια συζήτηση για κυρώσεις για τον προσεχή Δεκέμβριο.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η Ευρωπαική Ένωση με κάθε επισημότητα έστελνε στον Ταγίπ Ερντογάν ένα σαφές και ξεκάθαρο μήνυμα, το οποίο έμελλε και να φέρει στην επιφάνεια την προβληματικότητα που διακρίνει τον τρόπο λήψης αποφάσεων εκ μέρους της.
Σε πρώτο βαθμό, ο Τούρκος Πρόεδρος διέκρινε πως όσο και αν απευθύνεται η Ελλάδα στους Ευρωπαίους εταίρους της, ουδέποτε πρόκειται να επικρατήσει αυτό που κυρίως η ίδια επιδιώκει για μία σειρά από λόγους: πρώτον εξαιτίας του γεγονότος πως μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας (κυρίως της γερμανικής) βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στην Τουρκία, μέσω των εξοπλιστικών δαπανών της δεύτερης, και δεύτερον λόγω του γεγονότος πως έχει την ικανότητα, ακόμα και τώρα, να ασκεί πολιτικές πιέσεις κυρίως σε ότι αφορά το προσφυγικό.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Ευρωπαική Ένωση μετέφερε στον Ταγίπ Ερντογάν ένα σαφές μήνυμα, σύμφωνα με το οποίο για τους επόμενους 2 σχεδόν μήνες μπορεί να δρα με όποιον ακριβώς τρόπο θέλει, αφού επισήμως πλέον η όποια συζήτηση για συνέπειες προς την Άγκυρα θα αρχίσει ξανά τον Δεκέμβριο.
Ζητούμενο πλέον είναι και το πώς η ελληνική πλευρά θα αντιδράσει αυτό το διάστημα, μιας και πλέον ως επιχείρημα δεν στέκει η περίπτωση των κυρώσεων στην Τουρκία.
Ανεξαρτήτως του αν η απόφαση της Συνόδου Κορυφής άρεσε ή όχι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, το δεδομένο είναι πως αποχώρησε από τις Βρυξέλλες έχοντας την αποδεχθεί, γεγονός που καθιστά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μα ιδιαιτέρως «άβολη» το επόμενο διάστημα.