Με ποιον τρόπο θεωρεί η χώρα μας πως πρέπει να βοηθηθεί από τις φίλιες προς εκείνη χώρες;
STRATEGO | 25/07/20
Οποτεδήποτε στα ελληνοτουρκικά ξεσπά μία ισχυρή κρίση, άπαντες ανοίγουν κατευθείαν το θέμα του κατά πόσο μόνοι ή όχι είμαστε κόντρα στις προκλητικότητες της Τουρκίας.
Η συζήτηση αναφορικά με το πώς, το πότε και το αν θα στηριχθούμε από τους συμμάχους μας σε περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου απέναντι στην Άγκυρα, είναι μία συζήτηση πλέον συνηθισμένη.
Όμως, η πλειοψηφία εμμένει στην επιφάνεια, δίχως να διευκρινίζει τι είδους στήριξη θεωρεί πως εταίροι μας μπορούν να δώσουν, με αποτέλεσμα να πλανάται συνεχώς και αδιαλείπτως αυτού του είδους η απορία.
Ανεξαρτήτως του τι συνέβη κατά το παρελθόν, με τη παρούσα κυβέρνηση, η κατάσταση είναι λίγο έως πολύ ξεκάθαρη, εμπεριέχοντας ελάχιστα ερωτηματικά.
Όπως πολλάκις έχει διευκρινίσει και ο Νίκος Δένδιας, στόχος της ελληνικής πλευράς δεν ήταν άλλος πέρα από την διεθνοποίηση της τουρκικής προκλητικότητας. Με τον τρόπο αυτό η χώρα μας θα αποδείκνυε πως δε κάθεται με σταυρωμένα χέρια, αλλά αντιλαμβάνεται πως έχει να κάνει με έναν προκλητικό γείτονα, ζητώντας όχι απλά την παραδειγματική του τιμωρία, αλλά κάτι διαφορετικό.
Στόχος της χώρας μας είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της. Συγχρόνως, σκοπός είναι να μπορέσει να τους πείσει πως σε περίπτωση που απειληθεί, θα πράξει τα δέοντα, δίχως να έχει στη συνέχεια λόγο να απολογηθεί.
Κλασσικό παράδειγμα που αποδεικνύει τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, είναι η κρίση που ξέσπασε στον Έβρο τον Φεβρουάριο που μας πέρασε.
Με το που αντιλήφθηκε η κυβέρνηση το πλάνο Ερντογάν για αποστολή προσφύγων και μεταναστών, ενήργησε άμεσα, δίχως να ζητήσει τη βοήθεια ή τη γνώμη των συμμάχων της. Προστάτεψε τα σύνορα της μόνη της, αποφασίζοντας για τον εαυτό της.
Εδώ λοιπόν έρχεται η βοήθεια των εταίρων και συμμάχων μας και μπαίνει στην εξίσωση. Η Ελλάδα δεν ζητά τίποτα περισσότερο, και τίποτα λιγότερο από μία ηθική υποστήριξη που θα της δώσει την ώθηση να διεκδικήσει έως τέλους τα δικαιώματα της και το δίκιο της.